σκέπασμα

σκέπασμα
τό
1) накрывание; покрывание; укрывание; 2) покрытие (дома); 3) перен. прикрывание, маскировка; 4) заслонение, закрывание; 5) (за)глушёние (звука); 6) перен. покрывание (виновного); сокрытие (преступления и т. п.), старание скрыть, замять (дело, скандал и т. п.); 7) покрывало, одеяло; 8) крышка; покрышка; чехол; кожух; покрытие

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σκέπασμα" в других словарях:

  • σκέπασμα — a covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκέπασμα — το, ΝΜΑ [σκεπάζω] αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα τού πιθαριού» β. «σκέπασμα τού πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκεπάζω, κάλυψη 2.… …   Dictionary of Greek

  • σκέπασμα — το 1. κάλυψη: Άρχισε το σκέπασμα του σπιτιού. 2. κάλυμμα: Του έριξε πολλά σκεπάσματα για να ζεσταθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκεπασμάτων — σκέπασμα a covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσμασι — σκέπασμα a covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσμασιν — σκέπασμα a covering neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματα — σκέπασμα a covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματι — σκέπασμα a covering neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάσματος — σκέπασμα a covering neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»